Сигноми-интернет шлюкнул
Πριν η προβώμεν δε εις την έκθεσιν των Θρακικών λέξεων, κρίνομεν σκόπιμον να συγκρίνωμεν λέξεις τινάς της Αλβανικής (Ιλλυρικής) γλώσσης προς την αρχαιοτέραν γραπτήν Ελληνικήν γλώσσαν, την Ομηρικήν (Ιωνικήν διάλεκτον), καθόσον ελέχθη προηγουμένως, ότι η Ιλλυρική γλώσσα αποτελεί προομηρικόν τον Ελληνικόν γλωσσικόν ιδίωμα. Εις την σύγκρισιν αυτήν θέλομεν να δώσωμεν την έννοιαν, ότι την αυτήν περίπου σχέσιν
αι αναλογίαν είχεν η Θρακική γλώσσα προς την Ελληνικήν, οποίαν η Ιλλυρική (η εκπροσωπούμενη μερικώς υπό της Αλβανικής) προς την Ελληνικήν αυτήν.
Φέρομεν δε τα εξής παραδείγματα .
Ασά εις τους Βησσούς ελέγετο το φυτόν βήχιον ή ακρόφυλλον.
Βρίζα η μέχρι της σήμερον εις την Θράκην και προ πάντων ες την ανατολικην ούτως ονομαζόμενη και αφθόνως καλλιεργούμενη σίκαλις 2.
Κάλη, πληθ. κέλητ, το άλογον. Εις την Ομηρικήν απαντά κέλης και πληθ. κέλητες—το άλογον.
Μυ, ο μυς, ποντικός.
Κέν, η κύν, ο κύων (γεν. κυνός).
Ούδο. οδός.
Πρεπάρε. προτήτερα. Ο Όμηρος λέγει προπάροιθε.
Τανύν. τόρα, Όμηρος τανύν.
Δρού. ξύλον, δρυς (το κατ' εξοχήν ξύλον). Εις πολλά Ελληνικά της Θράκης χωρία ή δρυς λέγεται δένδρου.
Βέ. ωόν. Πιθανόν οι πανάρχαιοι Έλληνες να έλεγον ωβόν (ήτοι ωφόν), όπως οι Λατίνοι έλεγον οvum. Εκ των Ελλήνων οι Καυκάσιοι τα ωά τα λέγουν ωβά.
Βέσετ. ώτα. Η δοτική πληθυντική, ωσ γνωστόν, εις την αρχαίαν Ελληνικήν ήτο ωσί. Η Ιλλυρική διετήρησεν εις την αρχήν της λέξεως το δίγαμμα (F).
Μπούκο. ψωμί, ή μπούκα ή βουκιά εις την δημώδη, το κομμάτι. Οι Φρύγες, ως θα είπωμεν, βεκός έλεγον το ψωμί.
Τσί. σημαίνει=τί ;
Κούς=ποίος. Οι Ίωνες έλεγον κου=που. Εις την Αλβανικήν κου βέτε ;=που βαίνετε ;
Σιού=μάτι. Εις την Ιωνικήν (Όμηρος) υπήρχεν ο δυκος αριθμός όσσε=τα δύο μάτια.
Τύ=σύ. Οι Δωριείς και οι Ίωνες επίσης έλεγον τύ=σύ.
Άττα=εκείνα, τινά. Και εις την αρχαίαν Έλληνικήν ήτο πολύ εν χρήσει το γνωστόν «άλλα άττα»=άλλα τινά.
Πί=πίνω.
Δανούβιος. «Δανούβιον τον νεφελοφόρον καλούσι πατρίως οι Θράκες» '.
Νάπος. Θρακική λέξις κατά τον Ησύχιον. Αλλά εύχρηστος και εις την Ελληνικήν 2.
Βέρε = θύρα
Φρίκα=φόβος. Το αρχαίον φρίκη.
Δέφ. η γη, έδαφος.
Κρόι, πληθ•. κρόνια=βρύσις, κρουνός, πληθ. κρουνοί.
Νερί, πληθ. νερες— ανήρ και πληθ. άνδρες. Το πανάρχαιον όμως Ελληνικόν αρχικώς εις τον πληθυντικόν δεν ήτο άνδρες, αλλά ανέρες, όπερ κατά συγκοπήν έμεινεν άνρες και χάριν ευφωνίας, την οποίαν πάντοτε επεδίωκον οι αρχαίοι Έλληνες, έγινε κατόπιν άν(δ)ρες.
Σκηπτός. αστραπή. Υπάρχει και ρήμα εις την Αλβανικήν σκεπετή= αστράπτει. Εις την αρχαίαν Ελληνικήν υπήρχε σκηπτός=αστραπή, κεραυνός, εξ ου και το ρήμα εν-σκήπτω.
Ρίεθ— ρέει. Ρο9•.=έρρευσε. Πρβλ. το Ελληνικόν ρέω, ρεΐθρον.
Πόρδο— πορδή. Επίσης και το ρήμα επόρδι=έκλασε. ΕΙς την αρχαίαν Ελληνικήν πέρδω και αόρ. β' έπαρδον— έκλασα.
Έρε = αήρ
Σύπερ = επάνω. Είνε δηλαδή το Ελληνικόν υπέρ (υπερ-άνω) με το αρχικον σ, το οποίον πρέπει να θεωρηθή ως δίγαμμα. Πρβλ. και τα εις την Λατινικήν γλώσσαν super=ύπερ(άνω), septem=επτά, sequor =έπομαι, sedilium=εδώλιον και το Σλαβ. Sednam— κάθημαι. Επίσης εις την Σλαυικήν sedem=επτά, sech=εξ και τα τοιαύτα.
Ρrumbus(=πριουμμπίους)=:πρηνής. Εις την Θράκην πολυ εύχρηστος είνε η λέξις προύμτα=πρηνώς, εις αλλά δε μέρη λεγομένη μπρούμιτα.Ουδόλως δε παράδοξον ή λέξις αυτή να διεσώθη εις την Έλληνικήν άπο την Ιλλυρικήν (Πελασγικήν), καθώς διετηρήθη η λέξις βούκα (βεκός), καθώς υπάρχει πάγκοινος και η Σανσκριτική πιθανόν λέξις μούτρο=πρόσωπον, μορφή, ως και η πανάρχαια λέξις κούπα (κύπη, κύπελλον, δοχείον, κοίλον. Πρβλ. δια το τελευταίον και το Λατιν. coelum=ουρανός, δηλαδή το κοίλον).
Ζόμβρος—ο τραγέλαφος. Μεταγενέστερον και εις την Έλληνικήν υπήρχε ζούμπρος=άγριος βούς. Πρβλ. και το σλαβικόν zubr και το ρουμανικόν zimbru 3.
Ζετραία. ούτως εκαλείτο υπό των Θρακών η χύτρα. Πρβλ. και το Ελληνικόν ζέω ι.
Καταλήγοντες σημειώνομεν συγκριτικώς το ρήμα ειμί—είμαι, το όποίον εις την Αλβανικήν διετηρήθη με το δίγαμμα. Γάμ=ειμί γΐέμι—εσμέν
γιέ=εί γίνι=εστέ
ίστιν=εστί γιανή=εισί
Επανερχόμενοι εις την Θρακικήν γλώσσαν παρατηρούμεν, ότι από τάς σωζομένας Θρακικάς λέξεις καθορίζεται η καταγωγή της Θρακικής γλώσσης, ότι είνε συγγενής με την Ελληνικήν.
Ή Θρακική γλώσσα διακρίνεται δια τον Πρωτοδωρικόν ή προδωρικόν της τύπον και χαρακτήρα. Πράγματι δε από όλας τας Ελληνικάς διαλέκτους η Δωρική διάλεκτος φαίνεται, ότι συγγενεύει προς την Θρακικήν γλώσσαν περισσότερον, διότι εις αμφοτέρας προσιδιάζει και αφθονεί ο τύπος και κατάληξις α 2 .
Άλλη σπουδαία καθ’ ημάς συγγένεια μεταξύ των γλωσσών Θρακικής, Ιλλυρικής (Πελασγικής, Αλβανικής) και Ελληνικής είνε το γράμμα θ. Τούτο υπάρχει κοινόν εις τας τρείς αυτάς γλώσσας, λείπει δε και από την Λατινικήν γλώσσαν (εις την οποίαν το θ αντικατεστάθη με το d, ως λ. χ. η λέξις θεός έγινε deus).
Εις τον κατάλογον των επί Ροδόπης φρουρίων του iστορικού Προκοπίου τα περισσότερα ονόματα• είνε Θρακικά, εξ αυτών δε εις πολλά υπάρχει το γράμμα θ, ως Θράσου, Θουδανελάναι, Θαρσάνδαλα, θωκύωδις, Άνθιπάρου, Σαρμαθών, Θρασαρίχου. Επίσης υπάρχει Θυνοί, Βιθυνοί, Ζιβυθίδες κτλ.
Αι Σλαυικαί γλώσσαι δεν έχουν το θ, όπερ είνε γλωσσικόν στοιχείον των ομοφύλων Θρακών, Ιλλυριών και Ελλήνων.
Κατά τον Cazarow ο καθηγητής Νiederle αποφαίνεται, ότι οί θράκες κατά την αρχαιοτάτην εποχήν ευρίσκοντο εις επαφήν με τους ΓΙρωτολαύους και ότι εις τας βορείους διακλαδώσεις των Καρπαθίων, καθώς επίσης και δεξιά των Καρπαθίων μέχρι του Δνειστέρου πόταμου, οι αρχαίοι Θράκες υπήρξαν γείτονες των Σλαύων, διότι αι γλώσσαι αυτών ανήκουν εις την ανατολικήν ομάδα των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.
Παραδέχεται δε ο Cazarow και αποφαίνεται κατά τον Οberhummer ( Balkanvolker, 22), ότι τα Θρακικά γλωσσικά στοιχεία και αι αρχαί, περί τα οποία εκτυλίσσονται η Βουλγαρική και η Ρουμανική γλώσσα, δεν έμειναν άνευ επηρείας επί των γλωσσών τούτων. Δι΄ αυτών δε εξηγούνται μερικαί χαρακτηριστικαί λεπτομέρειαι των γλωσσών τούτων 1.
Ή γνώμη αυτή του σοφού Βουλγάρου καθηγητού, στηριζομένη επί των λεγομένων των μνημονευθέντων καθηγητών, δεν είνε ορθή και αληθής, καθόσον δεν απεδείχθη, αν υπήρξ ποτέ επαφή και ιστορική ή άλλη τις συνάφεια εις τας αρχικάς των εστίας μεταξύ των Πρωτοσλαύων και Θρακών. Η θρακική γλώσσα, ως προδωρική, είνε συγγενής με την Ελ- ληνικήν. Η δε Σλαυική γλώσσα, ως ανήκουσα εις τον Αρίαν ή Ίνδογερμανικήν ομοφυλίαν, συγγενεύει με όλας τας γλώσσας, τας ανηκούσας εις την οικογένειαν αυτήν και ουχί κατά προτίμησιν περισσότερον με την Θρακικήν.
Απίθανος δε εντελώς και απαράδεκτος μας φαίνεται η γνώμη του Μiklosich, ότι η εξαφάνισις του Ελληνικού απαρεμφάτου κατά τους τελευταίους Ελληνικούς χρόνους οφείλεται εις επίδρασιν της γλώσσης των αρχαίων Θρακών,καθώς συνέβη εις την Βουλγαρικην και Αλβανικήν γλώσσαν 2 .
Άλλη γλωσσική ομοιότης των Θρακών, Ιλλυριών και Ελλήνων εΐνε το γράμμα δ, κοινόν μεν εις αυτούς, μη υπάρχον δε εις τους Λατίνους και Σλαύους.
Από τάς εργασίας περί της Αλβανικής γλώσσης των γλωσσολόγων Αirt και προ πάντων του Weigand μανθάνομεν, ότι οι αρχαίοι Θράκες έθετον το άρθρον εις το τέλος της λέξεως, όπως σήμερον συμβαίνει εις τας Σκανδιναυικάς γλώσσας, εις την Ρουμανικήν, Βουλγαρικήν και Αλβανικήν.
Εις την τελευταίαν τα τρία γένη του άρθρου είνε ι, α, τ.
Ό δε Γίρετσεκ εις την «Ίστορίαν των Βουλγάρων» λέγει ότι υπάρχουν και Ιλλυρικαί (αλβανικαί) ρίζαι εις τα ονόματα των θρακικών λαών.
Ήδη προβαίνομεν εις την περιγραφήν των λέξεων των Θρακών, Φρυγών και λοιπών Θρακικών φύλων, τας οποίας κατωρθώσαμεν να εύρωμεν εις διαφόρους πηγάς, εις όσας, εννοείται, έγινε δυνατόν να ανατρέξωμεν.
ΘΡΑΙΚΙΚΑΙ
Ζαλμός.
Την λέξιν ζαλμός, όπως σημειώνομεν αλλού, μας την διέσωσεν ο φιλόσοφος Πορφύριος εις την φράσιν «την δοράν οι Θράκες ζαλμόν καλούσι»
Δια τούτο λοιπόν ο παρ’ όλων των αρχαίων συγγραφέων καλούμενος Ζάμολξις πρέπει να λέγεται Ζάλμοξις.
Και το Θρακικόν επίσης κύριον όνομα Ευρύ-ζελμις από την λέξιν ζαλμός παράγεται και άλλα, άτινα σημειώνομεν αλλαχού.
Ή θρακική λέξις ζαλμός είνε Ελληνικωτάτη 2.
Βρία.
Ή λέξις αυτή εις την Θρακικήν εσήμαινε πόλιν.
Την ερμηνείαν μας την δίδει ο Στράβων λέγων, ότι «βρία θρακιστί σημαίνει πόλις», εξ ου Μεναβρία, Πολτυμβρία, Σηλυβρία εσήμαινον πολιν του Μένα, του Πόλτυος, του Σήλυος, ονομασθείσαι τοιουτοτρόπως από τους πρώτους αυτών οικιστάς.
Επίσης υπήρχον και άλλαι πόλεις έκτος των υπό του Στράβωνος μνημονευομένων, ως Σκελαβρία, Μασκοβρία, Βολβαβρία.
Κατά τον Ησύχιον βρία εσήμαινε την επ’ αγροίς κώμην, ως και φρούριον, τόπον οχυρόν 3.
Βρία εσήμαινε και πολίχνην 4.
Έλέγετο και μβρία και μπρία, bria—mbria, ως Σηλυ-μβρία, Πολτυ-μβρία, Σαλα-μβρία, η οποία ελέγετο και Σαλαβράκα ι.
Αλλα βρέα ή βρεά έσήμαινε πόλιν, συνοικισμόν.
Υπήρχε και Βρέα, πόλις της Θράκης 2.
Και Βριαντική, χώρα της Θράκης 3.
Και βρα, ως Συμβρα.
Ή λέξις βρία συγγενεύει με την Κελτικήν λέξιν brica ή briga, η οποία ευρίσκεται ως δεύτερον συνθετικόν εις αρχαία Κελτικά ονόματα πόλεων και εθνών, ως λ. χ.
Σεγοβρίγα, πόλις των Κελτιβήρων 4.
Αλλόβριγες ή Αλλόβρυγες, έθνος δυνατώτατον Γαλατικόν 5.
Νιτιόβρίγες 6.
Φαίνεται επίσης συγγενής και με την Ελληνικήν πύργος, την Γερμανικήν burg=πόλις και την Γαλλικήν bourg —κώμη.
Ή λέξις βρία φαίνεται, ότι ήτο κοινή Θρακοφρυγική.
Συμπεραίνομεν δε τούτο, διότι υπήρχεν εις την Πακακανήν λεγομένην Φρυγίαν πόλις Βρία, της οποίας τα νομίσματα είχον την επιγραφήν Βριανών.
Πιθανόν είνε, ότι η λέξις αυτή είνε η ιδία με την βήρα ή βυρα και επί το Ελληνικώτερον βηρίς, ως Γαρσάβαρα Κιλικίας, Ατάβυρις, Κίβυρα Φρυγίας 7.
Βήρα ωνομάζετο φρούριον επί της Ροδόπης εκ των υπό Προκοπίου μνημονευομένων.
Ως και βέρεια, Σελεο-βέρεια Καππαδοκίας 8.
Θεωρώ πιθανόν και εις την λέξιν Δόβηρες, Δόβηρος να είνε Διόβηρος (Διόσπολις), πόλις του Διός, όστις ήτο κατά τους πανάρχαιους χρόνους εκ των μάλιστα τιμωμένων θεών υπό των Πελασγών και των Θρακών γενικώς εις τας υψηλάς Θρακικάς χώρας.
Βάστα.
Κατά τον Ρauli υπάρχει μεταξύ των Θρακικών ριζών, σημαίνει δε οικία. Ευρίσκω, ότι η λέξις αυτή έχει αναλογίαν με την λέξιν Fεστία.
Λέβα.
Εσήμαινεν εις την Θρακικην γλώσσαν πόλιν.
Εις τον Ησύχιον και Στέφανον τον Βυζάντιον ευρίσκονται Αβρο-λέβα, πόλις εις την Θράκην, και Αστε-λέβα, πόλις εις την Λυδίαν .
«Αστελέβη, πόλις Λυδίας, Ξάνθος εν τετάρτη Λυδιακών» 2.
Τέλαιβα, Αλβανίας Καυκάσου 3.
Δέβα και Βέδα.
Ελέγετο επίσης και Δέδα.
Έσήμαινεν εις την Θρακικην γλώσσαν πόλιν, χωρίον και συνοικισμόν. Εις την Δακομοισικήν (Θρακικήν ωσαύτως) γλώσσαν ελέγετο δάβα ή δαύα υπό του Πτολεμαίου.
Ευρίσκομεν δε ταύτα εις τα υπό του Προκοπίου μνημονευόμενα φρούρια παρά τον Ίστρον ποταμόν, ως Ζικίδεδα, Ζισνούδεβα, Κουμούδεβα 4.
Καθώς επίσης και εις τας υπό του Πτολεμαίου αναφερομένας πόλεις της Δακίας και άλλων χωρών.
Δοκίδαυα, Πατρίδαυα, Καρσίδαυα, Πετρόδαυα, Σανγίδαυα, Ουτίδαυα, Μαρκόδαυα, Ζαρίδαυα, Σιγγίδαυα, Κομίδαυα, Ραμίδαυα, Ζουσίδαυα, Άργίδαυα, Νετίνδαυα εις την Δακίαν.
Σουκίδαυα, Δαούσδαυα, Ταμασίδαυα, Πιριβορίδαυα, Ζαργίδαυα εις
Μοισίαν.
Ατάραβα Σαρματίας, Μήδαβα Πετραίας Αραβίας.
Κάνδαυβα Καππαδοκίας.
Κληπίδανα, υπέρ τον Τήρην ποταμόν προς την Δακίαν 5.
Ζάλδαβα, της κάτω Μοισίας βραχύ πόλισμα 6.
Σέβεδα, λιμήν Λυκίας 7.
Πουλπουδάβα, Βουριδαύα 8.
Δάπα.
Και η λέξις αυτή ομοίως εσήμαινε πόλιν.
Ζάλδαπκ, πόλις, υπό του Προκοπίου μνημονευομένη, της Θράκης. Επίσης Άνδραπα. Γαλατίας ι.
Βουρδάπα 2.
Βασάρα.
Μακρός γυναικείος χιτών, τον οποίον εφορούσαν αι γυναίκες εις την Θράκην, προ πάντων κατά τας τελετάς, διό εκαλούντο Βασαρίδες.
Η λέξις βασάρα εις την Θρακικην γλώσσαν εσήμαινε κυρίως την αλώπεκα και κατόπιν, φαίνεται, ήρχισε να σημαίνη το δέρμα της, την αλωπεκήν, από την οποίαν οι Θράκες κατεσκεύαζον όχι μόνον τα καλύμματα της κεφαλής, αλλά και φορέματα (γούνες) ένεκα του δριμυτάτου ψύχους της χώρας των, καθώς μέχρι της σήμερον από δέρματα λύκου, αλώπεκος και προβάτων (προβιές).
«Βασάραι. χιτώνες, ους εφόρουν οι Θράκιαι Βάκχαι».
Βασάρη. αλώπηξ» 3.
Άγουρος.
Κατά τον Ευστάθιον «τους εφήβους οι Αχαιοί καλούσι κούρους, οι Θράκες αγούρους». Κατά τον Κοραήν από την Θρακικήν ταύτην λέςιν άγουρος προήλθεν η κοινότατη και γενική λέξις αγόρι 4.
Άργιλος.
Έσήμαινεν η λέξις αυτή εις την Θρακικήν γλώσσαν τον ποντικόν. Εκ τούτου δε ωνομάσθη και η πόλις της Θράκης Άργιλος, διότι οι οικήτορες είδον ποντικόν, όταν είχον αρχίσει να ανοίγουν τα πρώτα θεμέλια, καθώς είχε συμβή κατά την κτίσιν της πόλεως Αλωπεκοννήσου εις την Θρακικήν χερσόνησον να ιδούν αλώπεκα.
Ωνομάσθη δηλαδή ή πόλις «από οφθέντος μυός, ός Θρακιστί καλείται άργιλος 5.
Άργιλος• ώνομάσθη ούτως, επειδή υπό θρακών ο μυς άργιλος καλείται, σκαπτόντων δε εις το θεμελίους καταβαλέσθαι πρώτος μυς ώφθη» 6.
«Άργιλον τον μυν καλοϋσι Θράκες, ου οφθέντος, πόλιν κατά χρησμόν έκτισαν και Άργιλον εκάλεσαν» 7.
«Άργιλα, πόλις Καρίας» 8.
Σκάρκη.
«Ζκάρκη Θρακιστί αργύρια».
Κατά τον Ησύχιον οι Θράκες ωνόμαζον σκάρκην τα αργύρια. Υποθέτω όμως, ότι θα εκάλουν τα αργυρεία, δηλαδή τα μεταλλεία αργύρου, την γην αργύρου και κατά λάθος εις τα χειρόγραφα θα εσημειώθη αργύρια (συνήθη ήσαν τα λάθη των αρχαίων αντιγραφέων, προς τούτοις δε και η μανία των δήθεν να διορθώνουν τα χειρόγραφα).
Η λέξις σκάρκη έχει μεγάλην συγγένειαν με την Ελληνικήν καρκίνος, διότι ο Ησύχιος επεξηγών την λέςιν αλάβη λέγε, «Αλάβη=λιγνύς, σποδός, καρκίνος».
Δηλαδή σκάρκη και καρκίνος εσήμαινον το ίδιον=λιγνύς, σποδός, στάκτη, χώμα αργυρούχον.
Έκτός τούτου ο Ησύχιος σημειώνει.
Σκαρφών, είδος καμίνου εν τω Μεταλλικώ.
Σκείρος, Φιλητάς την ρυπώδη γην 1.
«Αλάβη, λιγνύς, σποδός, καρκίνος».
«Αλάβη, άνθρακες».
"Αλαβα, μέλαν, ω γράφομεν 2.
Εκ του αλάβη παράγεται κα&
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ!