Цитата |
---|
Σεληνη пишет:
Мне очень нужна дефиниция слова "Θεός". |
Ну что же. Ловите.
Цитата |
---|
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
έγραψε
|
θεός (ο)
1. ΘΡΗΣΚ. το υπέρτατο προσωπικό ή μη προσωπικό (στις ανατολικές θρησκείες) ον, στο οποίο αποδίδεται η δημιουργία ή/και η λειτουργία τού κόσμου, τής ζωής και τού τελικού σκοπού τους: ο ~ των Αράβων είναι ο Αλλάχ || οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε πολλούς ~ || σε ποιον ~ πιστεύεις;
2. (ειδικότ.) καθένα από τα όντα που έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και που θεωρούνται, ανάλογα με τη θρησκεία, ότι ελέγχουν και επηρεάζουν συγκεκριμένο τομέα τής ανθρώπινης ζωής ή τής φύσης: ο Ποσειδώνας ήταν ο ~ τής θάλασσας || ο Άρης ήταν ο ~ τού πολέμου• ΦΡ. (α) ανάγκα και Θεοί πείθονται βλ. λ. ανάγκη (β) απειλώ Θεούς και δαίμονες βλ. λ. απειλώ (γ) από μηχανής Θεός βλ. λ. μηχανή (δ) άλλα ι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει βλ. λ. βουλή
3. ΘΕΟΛ. (με κεφ.) (ο) το ανώτατο προσωπικό ον στη χριστιανική πίστη, όπως περιγράφεται και στο ορθόδοξο δόγμα: η ευλογία / η χάρη / το έλεος τού ~ || ο ~ είναι άπειρος και άναρχος* ΦΡ. (α) άνθρωπος τού Θεού το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ευσέβεια και ζει σύμφωνα με τις αρχές τού χριστιανισμού* (ειδικότ.) καλοκάγαθος άνθρωπος, άκακος και ηθικός ΣΥΝ. ευλαβής, θεοσεβής, καλόψυχος (β) προς Θεού / για τον Θεό / για όνομα τού Θεού {προς θεών, Ηροδ. 5,49) (i) για την έντονη έκφραση αποτροπής ή άρνησης: ~, δε ν ήθελα να σας προσβάλω (ii) για την έντονη έκφραση παράκλησης ή αγανάκτησης: ~, λυπηθείτε με! || «Πρέπει, λοιπόν, να γίνει το κακό και να θρηνήσουμε θύματα, για να αναζητηθούν οι ευθύνες; Για όνομα τού Θεού, είναι κράτος αυτό;» (εφημ.) (γ) να δώσει ο Θεός ο Θεός να βοηθήσει, μακάρι, είθε: ~ να 'ρθεί πίσω ο γυιος μου και τότε να δείτε γλέντι που θα γίνει (δ) Θεός φυλάξοι (ΐ) μακάρι να μη γίνει (κάτι): -Φοβάμαι ότι πάμε για πόλεμο. -~! (ii) για τη δήλωση έντονης αποδοκιμασίας ή απόρριψης: ~! Τι πράγματα είναι αυτά που γίνονται! (ε) (και) ο Θεός βοηθός ο Θεός ας βοηθήσει, ας βάλει το χέρι του: πάμε να δώσουμε εξετάσεις και ~ (στ) δόξα σοι ο Θεός (μεσν. φρ.) ωραία, καλά, ευτυχώς: ~, τα καταφέραμε (ζ) δεν έχω τον Θεό μου (i) δεν σέβομαι τίποτε, δεν υπακούω σε καμιά δέσμευση και σε κανέναν κανόνα (η) είμαι παράτολμος (η) ελέω Θεού (λατ. Dei gratia) με τη συγκατάθεση και την ευλογία τού Θεού: ~ μονάρχης / βασιλιάς (θ) έχει ο Θεός υπάρχει ελπίδα, κάτι (καλό) θα γίνει: μην απελπίζεσαι* ~! (ι) ένας Θεός ξέρει βλ. λ. ξέρω (ια) από το στόμα σου και ατού Θεού τ' αφτί! ευχετ. για να γίνει κάτι (ιβ) κι άγιος ο Θεός! για κάτι αρνητικό που επαναλαμβάνεται: όλη μέρα ξάπλα ~ (ιγ) ο Θεός μαζί σου! ως ευχή σε ταξιδιώτη ή σε κάποιον που ξεκινά δύσκολο έργο (ιδ) πρώτα ο Θεός αν θέλει πρώτα ο Θεός (ενν. όλα θα πάνε καλά) (ιε) απ' τον Θεό να το 'βρεις βλ. λ. βρίσκω (ιστ) βλέπω Θεού πρόσωπο για θετική / προς το καλύτερο εξέλιξη: κάποτε θα δούμε κι εμείς Θεού πρόσωπο (ιζ) Θεός σχωρέσ' τον (για νεκρό) ο Θεός να τον συγχωρήσει (ιη) ο Θεός να βάλει το χέρι του! / να κάνει το Θαύμα του! μακάρι να βοηθήσει ο Θεός: εδώ που φτάσαμε, ~! (ιθ) ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε για τον φόβο που προκαλεί η έκρηξη οργής (κάποιου): μόλις έμαθε ότι τον κορόιδευαν, ~! (κ) ο Θεός και η ψυχή του! για να δηλώσουμε την αβεβαιότητά μας για την αλήθεια των λόγων κάποιου: μου είπε ότι τα ετοίμασε* τώρα, αν τα έχει ετοιμάσει όμως, ~! (κα) ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω για περιπτώσεις στις οποίες θέλουμε να δείξουμε ότι κάτι δεν μπορεί να αποτραπεί οτιδήποτε και αν συμβεί: Δεν πρόκειται να του κάνω το χατίρι κι ο ίδιος ο Θεός να κατέβει κάτω!
ΣΥΝ. Ο κόσμος να χαλάσει (κβ) Θεέ μου! / Θε μου! ως επίκληση ή έκφραση αγωνίας, φόβου, έκπληξης κ.λπ.: ~, τι θ'απογίνω; || ~, τι ήταν αυτό που με βρήκε! (κγ) έχω (κάποιον) σαν Θεό μου είμαι απόλυτα αφοσιωμένος σε κάποιον, τον πιστεύω και τον εμπιστεύομαι απόλυτα: αυτή τον είχε σαν Θεό της και αυτός της συμπεριφερόταν με τον χειρότερο τρόπο (κδ) οργή Θεού βλ. λ. οργή (κε) φωνή λαού, οργή Θεού βλ. λ. φωνή
4. (μτφ.) το πρόσωπο που θαυμάζει κανείς σε απόλυτο βαθμό, είδωλο: της άρεσαν πολλοί ποιητές, αλλά ο Έλιοτ ήταν ο ~ της || ~ τού μπάσκετ / τής ροκ
ΣΥΝ. ίνδαλμα, πρότυπο
5. καθετί που αποτελεί το ανώτατο ιδανικό (κάποιου): ~ τους είναι το χρήμα / το σεξ / η εξουσία 6. (μτφ.) πρόσωπο που διακρίνεται για την ομορφιά του: ήταν ένας έφηβος ~ || ~ τής πασαρέλας ΣΥΝ. πανέμορφος.
[ΕΤΥΜ. αρχ., αγν. ετύμου. Εκτός από τις πολυάριθμες παρετυμολογίες (λ.χ. συσχέτιση με το συνώνυμο λατ. deus, με τις αρχ. λ. θέα, θεώμαι, θέω «τρέχω» κ.τ.ό.), έχουν προταθεί δύο βασικές ετυμολογίες: (α) < *ΘΡεσός, που συνδ. με λιθ. dvasia. «πνεύμα», μέσ. γερμ. getwas «φάντασμα», αλλά η άποψη αυτή προσκρούει στην έλλειψη τού δίγαμμα από τον μυκ. τ. te-o, καθώς και στο γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες εί¬χαν περισσότερο ανθρωπομορφική παρά πνευματική αντίληψη για τους θεούς τους (β) < θ. θε- (< *dhe-, τού ρ. τί-θη-μι), που συνδ. με αρμ. di-k' «θεοί», λατ. festus «εορταστικός», άποψη που εντούτοις δεν ερμηνεύει το α' συνθ. θεσ- (π.χ. θέσ-φατον, θεσ-πέσιος κ.ά.). Ομόρρ. έν-θουσ-ιάζω (βλ.λ.). Με τη λ. θεός απέδωσαν συστηματικά οι Εβδο-μήκοντα τις εβρ. λ. Elohah, Elohim (πληθ. τής μεγαλοπρεπείας) στην Π.Δ..]